- εκτουρκίζω
- μετ. отуречить, сделать похожим на турка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτουρκίζω — 1. μεταβάλλω κάποιον σε Τούρκο ή κάτι σε τουρκικό, ανθρώπους άλλης εθνικότητας μεταβάλλω σε Τούρκους 2. μέσ. εκτουρκίζομαι γίνομαι Τούρκος, τουρκεύω … Dictionary of Greek
εκτουρκίζω — εκτούρκισα, εκτουρκίστηκα, εκτουρκισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάτι σε τουρκικό ή ανθρώπους άλλης εθνικότητας σε Τούρκους. 2. το μέσ., εκτουρκίζομαι τουρκεύω, γίνομαι Τούρκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτουρκισμός — ο 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτουρκίζω, το τούρκεμα 2. η προσαρμογή λέξεων άλλων γλωσσών στο τυπικό τής Τουρκικής … Dictionary of Greek
εξαλβανίζω — εξαλβάνισα, εξαλβανίστηκα, εξαλβανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε αλβανικό ή ανθρώπους άλλης εθνικότητας σε Αλβανούς (πρβλ. εκβουλγαρίζω, εκτουρκίζω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)